επιμηλίς

επιμηλίς
ἐπιμηλίς, ἡ (Α)
1. πόρπη
2. είδος αχλαδιού
3. είδος «μεσπίλου», μούσμουλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηλίς (< μήλον (II) «μήλο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμηλίς — a kind of medlar fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηλίδα — ἐπιμηλίς a kind of medlar fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηλίδας — ἐπιμηλίς a kind of medlar fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηλίδες — ἐπιμηλίς a kind of medlar fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηλίσι — ἐπιμηλίς a kind of medlar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηλίσιν — ἐπιμηλίς a kind of medlar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαμηλίς — ἁμαμηλίς ( ίδος), η (Α) ἐπιμηλίς*, μουσμουλιά (Mespilus germanica). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. *ἁμά μηλος < ἅμα + μῆλον] …   Dictionary of Greek

  • τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …   Dictionary of Greek

  • ā̆bel-, ā̆bōl-, abel- —     ā̆bel , ā̆bōl , abel     English meaning: apple     Deutsche Übersetzung: “Apfel”     Note: Root ü̆bel , ü̆bōl , abel : “apple” derived from Root om (*ḫamel): “raw, bitter, *sweet”.     Material: Maybe O.Ind.: abalá m. “the plant Tapia… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”